- πελεκανός
- (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και μεταξύ του μπροστινού μέρους του λαιμού και των δύο βραχιόνων του ράμφους υπάρχει ένας ευρύς διαστελλόμενος θύλακος, στον οποίο ο π. συσσωρεύει την τροφή του· οι φτερούγες είναι πολύ ανεπτυγμένες και ισχυρές· τα πόδια, σχετικά κοντά, αλλά ισχυρά έχουν 4 δάκτυλα που συνδέονται με μεμβράνη. Ο π. αυτός, που ονομάζεται κοινός, για να διακρίνεται από τα άλλα είδη, έχει μέσο συνολικό μήκος 1,80 μ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά και πάνω από 40 εκ. το ράμφος· το άνοιγμα των φτερών μπορεί να ξεπεράσει τα 2,50 μ. Ο π. ζει, κατά πολυάριθμα συχνά σμήνη, στις όχθες των ποταμών, των λιμνών και των βάλτων και καμιά φορά στις ακρογιαλιές, και τρέφεται κυρίως με ψάρια, αλλά και με άλλα υδρόβια ζώα. Είναι διαδεδομένος κυρίως από τη νοτιοανατολική Ευρώπη μέχρι την Ινδία, και στην Αφρική μέχρι τη λίμνη Νυάσα. Κατά τα τέλη της άνοιξης, το θηλυκό γεννά, σε χονδροειδείς φωλιές κατασκευασμένες στο έδαφος, 3-5 αβγά, που κλωσσά σχεδόν ένα μήνα.
Από τα υπόλοιπα 5 είδη που ανήκουν στο μοναδικό γένος της οικογένειας είναι: ο π. ο ρoδόχρωμος (pelecanus roseus), λίγο πιο μικρόσωμος από τον προηγούμενο και διαδεδομένος στη νότια Ασία και σε σημαντικό μέρος της Αφρικής· ο π. ο ουλότριχος (p. crispus), γνωστός στην Ελλάδα με το κοινό όνομα σακκάς ή πελεκάνι, χαρακτηριζόμενος από τα σγουρά φτερά του λαιμού και της ινιακής περιοχής, που απαντάται στη νότια Ασία, στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοανατολική Ευρώπη· ο π. ο δυτικός ή καστανός (p. occidentals), κοινός κυρίως στις νοτιοανατολικές περιοχές των ΗΠA και στα αρχιπελάγη των Αντιλλών και των Μπαχάμας: το υποείδος της καλιφόρνιας είναι διαδεδομένο στις δυτικές ζώνες της Βόρειας Αμερικής και των νησιών Γκαλαπάγκος.
Πελεκάνος (pelecanus onocrotalus). Κοινό γνώρισμα όλων των ειδών πελεκάνων είναι το μεγάλο ράμφος και ο θύλακας που διαστέλλεται.
* * *ὁ, Ατο πτηνό αίθυια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος, κατά τα αρσ. σε -ός].
Dictionary of Greek. 2013.